- κιβδηλεύω
- (ΑΜ κιβδηλεύω) [κίβδηλος]νοθεύω, παραποιώ ευγενή μέταλλα, κυρίως χρυσό και άργυρο, ή νομίσματα ή εμπορεύματα (α. «τοῑς τὸ νόμισμα κιβδηλεύουσιν», Αριστοτ.β. «πᾱς γὰρ τῶν κατ' ἀγορὰν ὁ κιβδηλεύων τι ψεύδεται καὶ ἀπατᾱ», Πλάτ.)νεοελλ.1. κατασκευάζω κάλπικα νομίσματα, παραχαράσσω μεταλλικά κυρίως νομίσματα2. μτφ. (για συναισθήματα, αρετές κ.λπ.) εξευτελίζω («κιβδηλεύει την τιμή του»)αρχ.μτφ. ενεργώ δόλια, παγιδεύω, εξαπατώ («εὖ τοῡτ' ἐκιβδήλευσας, ἵν' ἀκοῡσαι θέλω», Ευρ.).
Dictionary of Greek. 2013.